Γκρέτα, ή: Η μετεμψυχουμένη ομοιογένεια της ζωής

Erzählung zum Thema Mensch und Tier

von  ThymiosGazis

1. Ιέρειες της Τέχνης και της Καθημερινότητας

Εκεί, στη δεκαετία του 30, ο Κινηματογράφος είχε μπεί θριαμβευτικά στη ζωή των Αθηναίων. Ονόματα, όπως ο Ροντόλφο Βαλεντίνο, ο Βίλλυ Φρίτς, ο Έρρολ Φλύνν, ο Σαρλώ, ο Χοντρός κι ο Λιγνός, ακόμα κι η Μικρούλα-θαύμα Σίρλευ Τέμπλ («Ο μικρός συνταγματάρχης», 1935), που ως κι εγώ την είχα ερωτευθεί, ήταν στα χείλη όλων. Αλλά, ένα όνομα τα επεσκίαζε όλα: η Γκρέτα Γκάρμπο, η επίγεια Θεά. 
Ίνδαλμα ονειρεμένο, ιδίως στο γυναικόκοσμο. Πολλές Ελληνίδες ομορφούλες ρώταγαν ώρες τον καθρέφτη, πόσο άραγε να της έμοιαζαν. Τα μάτια τους, τα ματοτσίνορά τους, τα φρύδια τους... Και προ παντός, το τί φορούσε η Ντίβα, πόσο μυστήρια χαμογελούσε, τί ανεξιχνίαστα βάθη έκρυβε το βλέμμα της...
Στην οικογένειά μας είχε καθιερωθεί ο εβδομαδιαίος εκκλησιασμός στον ναό του «Πάλας» Παγκρατίου. Μιά από τις πρώτες λέξεις που άρθρωσα παραμορφωμένες ήταν ο Κινηματογράφος. «Μότο» τον έλεγα. Ο Μπαμπάς φρέναρε, μπροστά στην εβδομαδιαία συχνότητα. Ήτανε και τα εισιτήρια... Οι δυνατότητες όμως επιβολής του ήταν μηδαμινές. Η Μαμά: «Και το παιδί (4 χρονών, τότε), θέλει Μότο. Σήμερα παίζει και η Σίρλευ Τέμπλ!» (Κείνο το χαριτωμένο, χορευτικό νούμερο της εξάχρονης κοπελίτσας, με το λευκό φορεματάκι, τις άσπρες κάλτσες, μούμεινε αξέχαστη πρώτη μου αγάπη.
Η μεγάλη όμως Γκρέτα Λουίζα Γκούσταφσσον έγινε η εικόνα δίπλα στην Παναγία της Μαμάς...
                                     
Πώς λοιπόν να γίνει αλλιώς; Την πρώτη γατούλα που θυμάμαι συνειδητά, την έλεγαν Γκρέτα: Η καθημερινή σπονδή στην ομορφιά και την Τέχνη.
Με την πείνα της Αθήνας το 41, χάθηκε η Γκρέτα. Η Μαμά δεν ήθελε να το πιστέψει, αλλά κι εμείς οι άλλοι στέλναμε στ’ απωθημένα την αποτρόπαιη σκέψη, ότι κάποιοι πεινασμένοι συνάνθρωποι ξεγέλασαν για λίγες μέρες τον εξ ασιτίας θάνατον.
Παρ’ όλ’ αυτά, και μέσα στα υπόλοιπα κατοχικά χρόνια, ακολούθησαν κι άλλες Γκρέτες. Ασπρόμαυρες, διαλεγμένες  γατούλες, που ομόρφαιναν τη σπιτίσια μας θαλπωρή.
Κάποια απ’ αυτές μέσα στην εν λόγω ακολουθία, εκείνη πούπεφτε χρονικά στην πείνα των «Δεκεμβριανών» (1944), χάθηκε κι αυτή. Ακολούθησε ασφαλώς την τύχη της γιαγιάς της, ή της θείας της... Πιό ανατριχιαστική όμως αυτή τη φορά, ήταν η μακάβρια υποψία, που μας δημιουργήθηκε κατόπιν εορτής («ευτυχώς»;;), όταν πιά τελεσίδικα δεν ξαναφάνηκε κι αυτή η Γκρέτα.
Κι ο καλός μας γείτονας, ο υδραυλικός, ο πατέρας του φίλου μου, με τον πλατύ κύκλο γνωστών στη γειτονιά που μέσα στις οδομαχίες και στις αδέσποτες σφαίρες του εξοικονόμησαν το πανάκριβο θεοπρόβλητο κουνέλι και τόφερε ψητό. Και το φάγαμε σαν αμβροσία, οι δύο οικογένειες και δοξάζαμε τον θεό του «Κινήματος», που μας είχε λυπηθεί κι είχε αναστείλει προς στιγμήν την ανάκλησή μας εις τόπους χλοερούς. Ούτε χωνί, ούτε πυροβολισμούς, ούτε όλμους πήραμε χαμπάρι κείνη τη βραδυά στο υποστυλωμένο υπόγειο. Βιολογικός σεισμός για τ’ αραχνιασμένα μας στομάχια... Θεός σχωρέστη την πιθανότατη μετεμψύχωση της Γκρέτας σε κουνέλι. Βουβό και νοερό μνημόσυνο. Δεν τολμάγαμε καν ν’ αρθρώσουμε ο ένας στον άλλον τις υποψίες μας, βδομάδες, μήνες μετά την ανύποπτη ευωχία.   
                                                     
2. Γκρέτα, η Θεά του Έρωτος

Μιά άλλη Γκρέτα τώρα, εγγονή, δισέγονη, μετά τον πόλεμο και τους εμφύλιους «Γύρους» - τουλάχιστο στην Αθήνα τέλη δεκαετίας του 40 ...
Είχαμε αρχίσει πιά να αισθανόμαστε, ότι υπάρχει και ζωή χωρίς το φάσμα του θανάτου, της πείνας, της ανθρώπινης παλιανθρωπιάς. Μιά αόριστη «προπολεμική» αίσθηση είχε αρχίσει να χαϊδεύει τις ψυχές μας. Ελπίδες και νοσταλγίες γιά κείνη την εποχή, «όπου σέρναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα», όπως τραγούδαγε κι ο Νίκος Γούναρης.
Μιά νέα Γκρέτα, λοιπόν, από κείνες τις αξέχαστες. Κλασσική ομορφιά γάτας. Ασπρόμαυρη βέβαια. Μυτούλα λευκή, συμμετρική. Τα μπροστινά πόδια κατάληγαν, συμμετρικά κι αυτά, σε δυό άσπρες φούχτες. Το ίδιο και τα πίσω πόδια. Άσπρη η κοιλιά κι η ουρά μαύρη, που κατάληγε σε μιάν άσπρη μπάλα.
Τί πιό φυσικό λοιπόν, μιά τέτοια γατο-ομορφιά να ξετρελλάνει όλο το αρσενικό γατο-βατραχονήσι. Νύχτες ατέλειωτες ερωτικές, με παγωνιά ή βροχή, με φεγγάρι, ή χωρίς. Κι οι κληματαριές, γεμάτες γιγαντόσωμους γάταρους, με άγριες φυσιογνωμίες, σκισμένα αυτιά, κατακρεουργημένες φάτσες και βαρύτονες φωνές, που προσπαθούσαν πάντα να πείσουν τον αντίπαλο μονομάχο, ότι δεν είχε νόημα να επιμένει. Και, να κάνει πίσω! Αλλά, πού εκείνος...
Γύρω-γύρω όλοι και στη μέση η Ομορφούλα Ιουλιέττα, πούκανε, πως δεν την ενδιέφερε αυτή η κοσμοσυρροή από 10-12 υποψήφιους Ρωμαίους. Με γατίσια υπομονή, περίμενε να συντελεσθεί από μόνη της η επιλογή του επικρατέστερου, «ευτυχούς» και ανύποπτου διαιωνιστή. Πάντα, κατά τους θείους νόμους της Φυσικής του Σύμπαντος, «καθ’ ά ’Εκείνος (Πυθαγόρας) έφα».
Και ο κουβάς με το νερό, δεν ωφελούσε τον ύπνο των περιοίκων. Οι διαπληκτισμοί κι η φασαρία με τις εναλλασσόμενες κορώνες συνεχίζονταν άγρια μεσάνυχτα στη διπλανή αυλή, ή στα απέναντι κεραμίδια.
Η ίδια αλλαγή σκηνικού γινόταν και από μόνη της. Μετά ατελείωτη, βροντώδη ανταλλαγή απειλών και ύβρεων, με ουρλιαχτά που σκαμπανέβαζαν τόνο και ένταση και με την ειλικρινή και συνετή προσπάθεια να πείσει ο ένας πολύ κοντά το αυτί του άλλου, «πόσα απίδια βάζει ο σάκκος», (πούλεγε  ο πατέρας μας) ˙ μετά λοιπόν από ένα τέτοιο δραματικό αποκορύφωμα, ξαφνικά - μα εντελώς ξαφνικά - για μας φαινομενικά ανεξήγητα, πιάνονταν οι δύο στα μαχαίρια, μπαίναν κι αλλοι στη μέση και τότε, ένα κουβάρι από γάτους πέφτανε με πάταγο από την κληματαριά, 6 μέτρα στο κενό, κάτω στις πλάκες της αυλής. Με ουρλιαχτά, βρυχιθμούς και τούφες γούνας στον αέρα. Για να συνεχίσουν αμέσως πιο κάτω οι ίδιοι, ή με την ανάμειξη και άλλων. Ιδίως όταν κάποιος από τους υποψηφίους, νεαρός, γονιδιακά και από προφίλ «Ικανότητος», μη εισέτι απόλυτα δικαιούχος, ή τέλος πάντων, για την οικονομία της φύσεως, λιγότερο κατάλληλος σπερματοδότης˙ όταν λοιπόν, ένας τοιούτος απίθανος Άουτσάϊντερ προσπαθούσε, δραττόμενος της ευκαιρίας, να εκμεταλλευθεί τη σύγχυση και να αποπειραθεί να αναλάβει λάθρα τον ρόλο του επιβήτορος. Οπότε οι συμπλοκές και η αιματοχυσία έφταναν στο απόγειο... 
Διασκεδάζαμε μ’ αυτές τις παραστάσεις. Ήταν όμως κι ο μπελάς που μας περίμενε μοιραία. Όμορφο πράγμα μεν τα γατσουλάκια. Αλλά εκείνο το συναπτόμενο, το απαίσιο, το αναπόφευκτο πνίξιμο...  Τί να τα κάναμε; Τα αναλάμβαναν άλλες φιλενάδες της Μαμάς, πιό σκληρές κι αμέτοχες σε στενά οικογενειακά δράματα, με τα μικρά μωρά.

Γι’ αυτό λοιπόν, δεν ήταν πάντα μόνο η διασκεδαστική άποψη. Και ο άνθρωπος δυστυχώς εννοεί και επιμένει, τελείως αδικαιολόγητα και μη θέλοντας να υπακούει στους νόμους που διέπουν το σύμπαν, εννοεί λοιπόν να επεμβαίνει μωρώς στην κυκλική του πορεία. Αποτέλεσμα:
-- Τώρα, θα σου δείξω γω, μωρή λυσσασμένη!
Πολύ αποφασιστική και ενεργητική η φωνή της Μαμάς. Να βάλει τέλος σ’ αυτό το θέατρο της ζωής. Και γιά έναν ακόμη λόγο επί πλέον, αυτή τη φορά: Δεν είχε κάν προλάβει «η Κυρά» ν’ αποκόψει τα προηγούμενα... Και την έπιασαν πάλι οι καψούρες της!
Έψαξε και βρήκε ένα κατάλληλο κομμάτι πανί. Ψαλίδι, κλωστή καί βελόνα. Τρείς τρύπες, για την ουρά και τα δύο πόδια. Δύο κορδόνια στις άκρες, μήκος αρκετό για ένα γερό φιόγκο γύρω γύρω στην κοιλιά της. Ζώνη Αγνότητος διά Γαλήν, με λουκέτον. Μοντέρνος Μεσαίων για αιλουροειδή.
Μή με ρωτάτε τώρα, πώς την έπιασε έτσι σε ημιάγρια κατάσταση, πώς της τη φόρεσε την κυλόττα, πώς της την έδεσε. Ήταν βέβαια πολύ οικείες μεταξύ τους οι δυό τους, η Κυρά με τη γάτα. Άσε που οι Γκρέτες κοιμόντουσαν κανονικά μέσα στα κρεββάτια μας, μαζί μας. Και το χειμώνα ιδίως ήταν καλοδεχούμενες. Αλλά σε τέτοια καυτή συγκυρία ορμονών και εποχής του έτους και με τέτοιες καντάδες έξω... Θαύματα γίνονται.
Δεν ξέρω τώρα πιά λεπτομέρειες. Αξέχαστη μόνο, μου μένει η εικόνα:
Tη Μαμά, να κρατάει στην αγκαλιά μιάν ωρυόμενη Γκρέτα με μασκαρεμένα οπίσθια, να την φέρνει στη βεράντα και να την αμολάει. Εξαγριωμένη, φοβερή η γάτα και το αμυνόμενο ένστικτο. Και τα χέρια της Κυράς, γεμάτα γρατσουνιές.
Την ξαμολάει στη βεράντα... Να μην κρατάς τα γέλια; Ή να τη λυπάσαι την Γκρέτα; Περπάταγε μεν, αλλά όχι σαν γάτα. Σταμάταγε, ξαναπροσπαθούσε, ξαναβημάτιζε περίεργα. Ξανακαθόταν στα οπίσθια και μούγκριζε, με μανία βυθίζοντας  δόντια και νύχια στο ύφασμα--να το ξεσκίσει. 
Και οι γάτοι, που με υπομονή περίμεναν έξω, την παίρνουν μυρωδιά και μαζεύονται. Ο έρωτας θολώνει το μυαλό, ακόμα και στις γάτες: Τότε, αρχίζει ξαφνικά να τρέχει κανονικότατα η Γκρέτα. Σκαρφαλώνει με τα νύχια πάνω στον κορμό του κλήματος κι αναρριχιέται αστραπιαία στην κληματαριά. Όλα, σα να μη φόραγε βρακί. Δηλαδή... μοδιστρική ποιότητας, τέχνη και ντιζάιν.
Ενθουσιάζονται οι γάτοι. Κάνουν ερωτικά όνειρα. Το βλέμμα τους διαστέλλεται, ρεμβάζει, εστιάζεται σε μακρυνές, ρωμαντικές αποστάσεις, γράφουν ποιήματα για όμορφα γατίσια μάτια, καμπύλες αφροδίσιες υπερβατικών νοημάτων.
Όμως, εδώ σταματάει, δεν αστειεύεται ο Δαρβίνος. Σκληρός, απάνθρωπος, καθόλου ζωόφιλος ο νόμος του, του ισχυροτέρου, του πιό καπάτσου, του πιό «ασυνείδητου» σκλάβου της διαιώνισης, του πιό επιθετικού, του πιό αδίστακτου—με τα πιό γοργοπόδαρα και δραστικά ζωάρια, εκείνα με τους υπερτραφείς αγκώνες. Φτυστή συμπεριφορά ανθρωποειδών...
Κι αφού λοιπόν, επιβάλει ο εν λόγω σεβασμό στην ομήγυρη, πηδάει πρώτος. Μεσ’ στη μέση στην κληματαριά. Αίσθηση και βοή στο φιλοθέαμον κοινόν. Μερικά Μπασμένα χειροκροτάνε κιόλας, ονειρεύονται ερωτικές καρριέρες...
Κι εμείς, με κομμένη ανάσα, πίσω από το τζάμι. Αγώνας στήθος με στήθος. Η μικρή, ρόδινη, κωνοειδής, ζωώδης σφηνούλα. Κι ο βάρβαρος, σκληρός, αδιαπέραστος, πάνινος φράχτης προς το λαχταριστό, λάγνο, αγωνιωδώς αδημονούν άντρον της ηδονής...
Εμβολισμοί απανωτοί, χτυπήματα, ίχνη αίματος, μουγκρητά, δόντια γαντζωμένα απεγνωσμένα στη γούνα του σβέρκου. Λάγνα αναμονή κάτω από τη σηκωμένη ουρά, θηλυκιά απελπισία... Τίποτα, Θέ μου, τίποτα!
Αγωνία στην ομήγυρη. Απορία κι απαξίωση, ρεζιλίκια. Γίνεται σύγχυση. Κάποιος παραγκωνισμένος, άπρακτος τώρα θαμώνας, εκρύγνηται ξαφνικά και χυμάει στο μεγάλο Μάγκα. Γίνεται συμπλοκή, στροβιλίζονται λίγο πιό πέρα, μπαίνουν στοιχήματα. Και... ο τολμών νικά. Δοκιμάζει κι αυτός, με αρωγούς τους κανόνες της φύσεως. Δοκιμάζει... Τίποτα! Ύστερα κι άλλος, κι άλλος, με τους σχετικούς διαπληκτισμούς κι αιματοχυσίες ενδιάμεσα. Η εναλλασσόμενη σκηνή κρατάει ένα διάστημα. Δοκιμάζει απονενοημένα σχεδόν όλο το πλήθος, ακόμα και τα  μιξιάρικα, οι αποδιοπομπαίοι. Καταστροφή σκέτη, συντέλεια των νόμων του σύμπαντος. Δράμα φαινομενικής, καθολικής αρσενικής ανικανότητος. Θηλυκιά απόγνωση. Σύγχρονα φαντάσματα, του συρμού, εξήντα χρόνια αργότερα, την σήμερον ημέραν.
Τύψεις βαρειές κείνη τη μέρα γιά μας:  σχεδόν εγκληματική, η ανθρώπινη παρέμβαση...
Δεν προλάβαμε όμως να εξομολογηθούμε την αμαρτία μας στη φύση. Απεγνωσμένο διάβημα της γάτας, τω Αγνώστω Θεώ του Σέξ των αιλουροειδών: Απότομα πετάγεται απάνω, μην πιστεύοντας ακόμα καλά-καλά σ’ αυτό που ζούσε, στην ανομολόγητη ανικανότητα των εκλεκτών της. Και το βάζει στα πόδια. Προλάβαμε σαν αστραπή να δούμε τα λεκιασμένα, μισοξεσκισμένα της οπίσθια, των οποίων όμως η φίμωσις, πασιφανώς, ανθίστατο εισέτι.
Πίσω της με θόρυβο, όλο το γατολόι. Πατείς με-πατώ σε, ανάμεσα στις γυμνές βέργες του κλήματος και στα καδρονάκια της πέργολας. Εξαφανίζονται στο διπλανό οικόπεδο. Τους χάνομε απ’ τα μάτια μας. Λίγα λεπτά αργότερα, ακούμε πάλι τις άγριες στιχομυθίες, τα ειωθότα τσακώματα των υποψηφίων ανίκανων γαμπρών. Κι ύστερα, τίποτα πιά, ησυχία. Φαίνεται, ότι είχαν απομακρυνθεί τελείως και από τα παρακείμενα οικόπεδα.

Πέρασε ώρα. Εγώ ξαναγύρισα στα Αρχαία μου, στα Μαθηματικά. Η Μαμά, στο μαντάρισμα. Η Γιαγιά πρόσεχε τις δυό μικρές αδελφούλες. Έπεφτε σιγά η βραδυνή ησυχία, κείνων των αξέχαστων καιρών, στο Βατραχονήσι.
Οπότε, ακούγεται σε μιά στιγμή φασαρία και ποδοβολητό στην κληματαριά. Επέστρεφε, τω όντι, η γατοπαρέα. Μπροστά η Γκρέτα. Είχε αρχίσει είπαμε, να σουρουπώνει. Κάτι κρατούσε στα δόντια κι έσερνε μαζί της η γάτα.
Ναί, ξεχωρίσαμε στο δειλινό: Δε φορούσε πιά βρακί. Το κουβάλαγε όμως πίσω!!  Καταλερωμένο, ξεσκισμένο...
Κατέβηκε τη σιδερόσκαλα της ταράτσας και τόφερε και το απόθεσε μπροστά στην κλειστή τζαμόπορτα της βεράντας. Έτσι, όπως συνήθιζε να φέρνει και τα κυνήγια της, ή τα μωρά της στην αγαπημένη της Κυρά, που πάντα την αποζητούσε στις γέννες της και κείνη πάντα την παράστεκε στην αγωνία και στις οδύνες του τοκετού.
Ο επόμενος τοκετός λοιπόν, με το καλό, θάταν στις 65 μέρες από σήμερα:
Το ούτσι-ούτσι τέσσερις
το μπέτσι-μπέτσι πέντε
κι εγώ η καλή νοικοκυρά
εξηνταπέντε μέρες.


πούλεγε κι η Γιαγιά μας η Τσιριγώτισσα, και το επαναλάμβανε με την πείρα της κι η Μαμά.

Κι εμείς; Μέναμε με το στόμα ανοιχτό. Μέγας ει Κύριε, ότι πάντα εν σοφία εποίησας... και τη ζωντανή μετεμψύχωση της μεγάλης Γκρέτας στα μικρά θαύματα του ζωικού βασιλείου και της καθημερινότητας.


Θυ. Γαζής              Σκορπονέρι, Φεβρ. 2007

Hinweis: Du kannst diesen Text leider nicht kommentieren, da der Verfasser keine Kommentare von nicht angemeldeten Nutzern erlaubt.

Zur Zeit online:
keinVerlag.de auf Facebook keinVerlag.de auf Twitter keinVerlag.de auf Instagram