Οι δύο τελευταίες λέξεις
που άρθρωσε σωστά
η Μαρία
που απομένει τώρα εδώ
στο ατελείωτο Μέλλον,
ενώ εμείς αποπλέομε βουβοί:
«Στο Καλό!»
Μας γνέφει τώρα
απ’ την απέναντι στεριά
λευκό μαντηλάκι υγρό
από μνήμες.
Πουλιά που αποδημούν
σε πορφυρό ηλιοβασίλεμα
οι σκιές τους.
Μνήμες που διαστέλλονται
όπως οι τένοντες του Απείρου
που χαμηλώνουν ξάφνου τα Ουράνια
μέχρι την ψυχή μας.
Μνήμες που αγίασαν
σαν μελωδίες που έφυγαν
μα μέσα μας ηχούν ακόμα
αειπάρθενες.
Τότε
που την ετάιζα μικρή
τη Μαρία μου,
την έπαιρνα στους ώμους
την έτρεχα μες στην αυλή
να μου γελάει.
Και σ’ ένα βλέμμα της
ολόδικό μου
καθώς λιγοθυμούσε το αγιόκλημα
στην αγκαλιά της λεμονιάς
χανόμουν εκεί
στη διαφάνεια της αγνότητας.
«Στο Καλό!»
στο διαχρονικό μας όνειρο
όμορφά μου
μεγάλα μάτια
αξέχαστα
εικόνισμα παλιό της Οικογένειας
ιστορημένο από Προπάππου.